λογάδες

λογάδες
λογάδες
Grammatical information: pl. f. (sg. Poll. 2, 70)
Meaning: `whites of the eye, τὰ λευκὰ τῶν ὀφθαλμῶν' (Sophr. 49, Call. Fr. 132, Nic. Th. 292), also = `eyes' (AP 5, 269).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Metaphorical use of λογάδες (λίθοι) `picked, chosen', i.e. `unworked stones, rolling(?) stones' as opposed to `cut stones' (Paus. 7, 22, 5); cf. also λογάδην `through accidental selection', of stones (Th.), λιθο-λόγος (-έω, -ία) `who works with uncut rolling(?) stones' (opposite λιθο-τόμος, -ουργός); note however the alternative explanation of λογάδας as 'ψήφους λευκάς' in H. Thus(?) Swed. ögon-sten `eye-ball', prop. "eyestone". - Wrong EM 572, 42 (to λοξόομαι, λοξός), Zupitza German. Gutt. 215 (to OE lōcian `look' etc.; WP. 2, 381), Bechtel Dial. 2, 284 (to λέγνον `border'; s. v.). Further s. λέγω; cf. also on λωγάλιοι. - Fur. 363 etc. connects λύγδος `white marble': needs further adstruction.
Page in Frisk: 2,132-133

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λογάδες — whites of the eyes fem nom/voc pl λογάς picked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εταίροι λογάδες — Μέλη του βαριά οπλισμένου ιππικού του μακεδονικού στρατού, σώματος που ίδρυσε πρώτος ο αδελφός του Φιλίππου, Αλέξανδρος και τελειοποίησε αργότερα ο ίδιος ο Φίλιππος. Το αποτελούσαν αρχικά μόνο Μακεδόνες αριστοκράτες, αργότερα όμως μετείχαν και… …   Dictionary of Greek

  • λογάδας — λογάδες whites of the eyes fem acc pl λογάς picked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάδων — λογάδες whites of the eyes fem gen pl λογάς picked masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάσι — λογάδες whites of the eyes fem dat pl λογάς picked masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάσιν — λογάδες whites of the eyes fem dat pl λογάς picked masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… …   Dictionary of Greek

  • λωγάλιοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι»… …   Dictionary of Greek

  • οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”